Ανοχή στα πολωνικά
Μετάφραση: ανοχή, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tolerancja, pobłażliwość, tolerowanie, odporność, pobłażanie, tolerancji, tolerancję, tolerancją
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοχή
ανοχή στη γλυκόζη, ανοχή λεξικό, ανοχή συνώνυμο, ανοχή στη διαφορετικότητα, ανοχή γλυκόζης, ανοχή λεξικό γλώσσας πολωνικά, ανοχή στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ανοράκ στα πολωνικά - kurtka, skafander, skafandry, kurtki, kurtek, anoraki, anorak
- ανοσία στα πολωνικά - zabezpieczenie, nietykalność, immunitet, odporność, odporności, immunitetu, odporność na
- ανούσιος στα πολωνικά - mdły, nijaki, nudny, niesmaczny, tępy, głupi, przykry, ...
- αντέχω στα πολωνικά - wytrzymać, wytrzymywać, znosić, przetrwać, wycierpieć, trwać, przecierpieć, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοχή στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: tolerancja, pobłażliwość, tolerowanie, odporność, pobłażanie, tolerancji, tolerancję, tolerancją
Μεταφράσεις: tolerancja, pobłażliwość, tolerowanie, odporność, pobłażanie, tolerancji, tolerancję, tolerancją