Odrzucający στα ελληνικά

Μετάφραση: odrzucający, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθεκτικός, απόρριψη, απόρριψης, την απόρριψη, απορρίψεως, η απόρριψη
Odrzucający στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezinteresowny στα ελληνικά - ανιδιοτελής, αμερόληπτος, ανιδιοτελή, ανιδιοτελούς, ανιδιοτελείς, την ανιδιοτελή
  • bolszewizm στα ελληνικά - μπολσεβικισμό, μπολσεβικισμού, Ο μπολσεβικισμός, τον μπολσεβικισμό, του μπολσεβικισμού
  • edward στα ελληνικά - Εδουάρδος, Edward, Έντουαρντ, Εδουάρδου, ο Edward
  • futrzany στα ελληνικά - γούνινος, γούνινο, γούνινα, τριχωτή, γούνινη
Τυχαίες λέξεις
Odrzucający στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, απόρριψη, απόρριψης, την απόρριψη, απορρίψεως, η απόρριψη