Odsłuchać στα ελληνικά
Μετάφραση: odsłuchać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- annalista στα ελληνικά - χρονικογράφος, χρονογράφος, χρονογράφο, χρονικογράφο, χρονογράφου
- bandaż στα ελληνικά - επίδεσμος, σύμπλεγμα, κλωστή, επίδεσμο, επιδέσμου, επιδέσμου που
- bombardowanie στα ελληνικά - βομβαρδισμός, αμαυρώνω, επιδρομή, βομβιστική επίθεση, βομβαρδισμούς, βομβαρδισμό, βομβαρδισμού
- enzym στα ελληνικά - ένζυμο, ενζύμου, ενζύμων, του ενζύμου, ένζυμο που
Τυχαίες λέξεις
Odsłuchać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε