Odskakiwać στα ελληνικά
Μετάφραση: odskakiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεμένος, πήδημα, αναπήδηση, Bounce, αναπήδησης, εγκατάλειψης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afektowanie στα ελληνικά - με επιτήδευσιν
- belfer στα ελληνικά - ράμφος, καθηγήτρια, δασκάλα, δάσκαλος, καθηγητής, το ράμφος, ράμφους, ...
- dydaktyzm στα ελληνικά - διδακτισμό, διδακτισμός, διδακτισμού, διδακτισμούς, ο διδακτισμός
- inkwizycja στα ελληνικά - ανάκριση, Ιερά Εξέταση, Ιεράς Εξέτασης, δαπάνη εξέτασης αιτήματος
Τυχαίες λέξεις
Odskakiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεμένος, πήδημα, αναπήδηση, Bounce, αναπήδησης, εγκατάλειψης
Μεταφράσεις: δεμένος, πήδημα, αναπήδηση, Bounce, αναπήδησης, εγκατάλειψης