Odskok στα ελληνικά
Μετάφραση: odskok, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεμένος, αναπήδηση, ριμπάουντ, ανακάμψει, ανάκαμψη, ανακάμψουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezwarunkowo στα ελληνικά - απολύτως, τελείως, σιωπηρά, εμμέσως, έμμεσα, σιωπηρώς, σιωπηρή
- cembrowina στα ελληνικά - σανίδωμα
- dzianie στα ελληνικά - πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, πλέξης
Τυχαίες λέξεις
Odskok στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεμένος, αναπήδηση, ριμπάουντ, ανακάμψει, ανάκαμψη, ανακάμψουν
Μεταφράσεις: δεμένος, αναπήδηση, ριμπάουντ, ανακάμψει, ανάκαμψη, ανακάμψουν