Odwdzięczać στα ελληνικά
Μετάφραση: odwdzięczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανταμείβω, ξεπληρώνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antycypacyjny στα ελληνικά - προβλεπτική, προληπτικά, προληπτικό, προληπτικής, προληπτική
- bezwzględny στα ελληνικά - αληθινός, δριμύς, προστακτική, αυστηρός, άσπλαχνος, απόλυτος, πραγματικός, ...
- bozon στα ελληνικά - μποζόνιο, Χιγκς, μποζονίου, μποζόνια, του Higgs
- hartowność στα ελληνικά - ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
Τυχαίες λέξεις
Odwdzięczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανταμείβω, ξεπληρώνω
Μεταφράσεις: ανταμείβω, ξεπληρώνω