Ogrzewać στα ελληνικά
Μετάφραση: ogrzewać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζέστη, θερμαίνω, ζεσταίνω, θερμότητα, θερμότητας, θερμική, θερμότητος, θερμικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brak στα ελληνικά - υστέρημα, αθετώ, φτιάξιμο, απουσία, έλλειψη, θέλω, ανάγκη, ...
- darń στα ελληνικά - χλόη, χλοοτάπητα, τύρφη, χλόης, χλοοτάπητας
- fascynacja στα ελληνικά - γοητεία, γοητείας, τη γοητεία, γοητεία που, ενθουσιασμός
Τυχαίες λέξεις
Ogrzewać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζέστη, θερμαίνω, ζεσταίνω, θερμότητα, θερμότητας, θερμική, θερμότητος, θερμικής
Μεταφράσεις: ζέστη, θερμαίνω, ζεσταίνω, θερμότητα, θερμότητας, θερμική, θερμότητος, θερμικής