Okładać στα ελληνικά

Μετάφραση: okładać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σάντουιτς, ψεματάκι, FIB, μαρμαρυγής, μούσι, ΡΙΒ
Okładać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • degradować στα ελληνικά - εκφαυλίζω, χαμηλώνω, υποβαθμίζω, καθαιρώ, ταπεινώνω, εξευτελίζω, υποβαθμίσει, ...
  • geocentryczny στα ελληνικά - γεωκεντρικός, γεωκεντρικό, γεωκεντρικής, γεωκεντρική, γεωκεντρικού
  • grzybowy στα ελληνικά - μανιτάρι, μανιταριών, μανιταριού, μανιτάρια, τα μανιτάρια
  • instruktywny στα ελληνικά - διδακτικός, κατατοπιστικός, διδακτικό, διδακτική, διδακτικές
Τυχαίες λέξεις
Okładać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σάντουιτς, ψεματάκι, FIB, μαρμαρυγής, μούσι, ΡΙΒ