Okulizowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: okulizowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νεαρός, ανερχόμενος, εκκολαπτόμενους, εκβλάστηση, εκβλάστησης, βλαστάνοντας, εκκολαπτόμενος
Okulizowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ankietować στα ελληνικά - ψηφοφορία, δημοσκόπηση, δημοσκόπησης, ψηφοφορίας, εκλογές
  • dekanter στα ελληνικά - καράφα, απόχυσης, αποχύσεως, ντεκάντερ, καραφών
  • deterministyczny στα ελληνικά - ντετερμινιστική, ντετερμινιστικά, ντετερμινιστικό, αιτιοκρατική, αιτιοκρατικό
  • duszpasterstwo στα ελληνικά - υπουργείο, ιερατείο, Υπουργείου, διακονία, του υπουργείου, το υπουργείο
Τυχαίες λέξεις
Okulizowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νεαρός, ανερχόμενος, εκκολαπτόμενους, εκβλάστηση, εκβλάστησης, βλαστάνοντας, εκκολαπτόμενος