Oparzyć στα ελληνικά
Μετάφραση: oparzyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καίω, ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aktywacja στα ελληνικά - ενεργοποίηση, δραστηριοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση, ενεργοποιήσεως
- brygadzista στα ελληνικά - εργοδηγός, επιστάτης, Foreman, επιστάτη, εργοδηγό
- ekspresyjność στα ελληνικά - εκφραστικότητα, εκφραστικότητας, την εκφραστικότητα, εκφραστικότητά, την εκφραστικότητά
- ferwor στα ελληνικά - λαύρα, θέρμη, ζήλο, ζέση, πάθος, ζήλου
Τυχαίες λέξεις
Oparzyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καίω, ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Μεταφράσεις: καίω, ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της