Orientować στα ελληνικά

Μετάφραση: orientować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευθυγραμμίζω, προσανατολίζω, Ανατολή, Orient, προσανατολίσουν, να προσανατολίσουν, Όριεντ
Orientować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barbarzyńsko στα ελληνικά - βαρβαρικής, βάρβαρα, βάρβαρο, της βαρβαρικής, βάρβαρο τρόπο
  • binominalny στα ελληνικά - διωνυμικό
  • czcigodny στα ελληνικά - άξιος, αύγουστος., πανοσιολογιότατος, σεβάσμιος, σεβάσμια, σεβάσμιο, σεβάσμιου, ...
  • grant στα ελληνικά - χορηγώ, υποτροφία, επίδομα, επιχορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Orientować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευθυγραμμίζω, προσανατολίζω, Ανατολή, Orient, προσανατολίσουν, να προσανατολίσουν, Όριεντ