Oszczekać στα ελληνικά
Μετάφραση: oszczekać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσφημώ, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dwuliniowy στα ελληνικά - διγραμμική, διγραμμικός, διγραμμικό, διγραμμικού, διγραμμικά
- ekspotencjalnie στα ελληνικά - εκθετικά, γεωμετρική πρόοδο, με γεωμετρική πρόοδο, ραγδαία, εκθετική
- gorączkowy στα ελληνικά - μανιώδης, πολυάσχολος, πυρετώδης, φρενιτιώδης, ταραχώδη, έντονους, ταραχώδης, ...
- hydrauliczny στα ελληνικά - υδραυλικός, υδραυλικό, υδραυλική, υδραυλικά, υδραυλικού
Τυχαίες λέξεις
Oszczekać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσφημώ, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν
Μεταφράσεις: δυσφημώ, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν