Otrzeć στα ελληνικά
Μετάφραση: otrzeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειαίνω, τρίβω, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antygenowy στα ελληνικά - αντιγονικές, αντιγονική, αντιγονικά, αντιγονικό, αντιγονικών
- apostolstwo στα ελληνικά - αποστολικό, αποστολικό έργο
- bezczelny στα ελληνικά - ασύστολος, εξωφρενικός, θρασύς, αυθάδης, ιταμός, αναιδής, ξετσίπωτος, ...
- dusić στα ελληνικά - στύβω, καταπνίγω, καταστέλλω, στριμώχνω, σιγοβράζω, στραγγαλίζω, ζουλώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Otrzeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειαίνω, τρίβω, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
Μεταφράσεις: λειαίνω, τρίβω, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε