Owinąć στα ελληνικά

Μετάφραση: owinąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουκουλώνω, πνίγω, τυλίγω, τυλίξτε, τυλίξετε, τυλίγετε, τυλίξει, τυλίγουμε
Owinąć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alonż στα ελληνικά - αναβάτης, καβαλάρης, αναβάτη, οδηγό, οδηγός
  • gadatliwość στα ελληνικά - πολυλογία, ομιλητικότητα, ομιλητικότης, την ομιλητικότητα
  • identyczny στα ελληνικά - ολόιδιος, ίδιος, στολή, ομοιόμορφος, ενιαίος, ταυτόσημες, πανομοιότυπα, ...
  • interpolować στα ελληνικά - παρεισάγω, παρεμβάλλει, παρεμβάλει, να παρεμβάλλει, παρεμβάλονται
Τυχαίες λέξεις
Owinąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουκουλώνω, πνίγω, τυλίγω, τυλίξτε, τυλίξετε, τυλίγετε, τυλίξει, τυλίγουμε