Pędzić στα ελληνικά

Μετάφραση: pędzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέχω, βιασύνη, σπεύδω, βιάζομαι, ορμή, επισπεύδω, ραντίζω, φόρα, ταχύτητα, συντρίβω, νικώ, γλείφω, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής
Pędzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brukowiec στα ελληνικά - κουρέλι, πλακόστρωτα, λιθόστρωτους, καλντερίμια, λιθόστρωτο, δρομάκια
  • eklezjastyczny στα ελληνικά - εκκλησιαστικός, εκκλησιαστική, εκκλησιαστικής, εκκλησιαστικά, εκκλησιαστικών
  • grafika στα ελληνικά - είδωλο, γραφικά, εικόνα, γραφικών, γραφήματα, τα γραφικά, γραφική παράσταση
  • izobaryczny στα ελληνικά - ισοβαρής, ισοβαρικές, ισοβαρικών, ισοβαρική, ισοβαρικό
Τυχαίες λέξεις
Pędzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέχω, βιασύνη, σπεύδω, βιάζομαι, ορμή, επισπεύδω, ραντίζω, φόρα, ταχύτητα, συντρίβω, νικώ, γλείφω, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής