Βιάζομαι στα πολωνικά

Μετάφραση: βιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pospieszyć, przyspieszać, spieszyć, pośpiech, ponaglać, podgonić, pośpieszyć, śpieszyć, pospieszać, pośpieszać, pędzić, śpieszyć się, gwałt, pospiesz
Βιάζομαι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βιάζομαι

βιάζομαι να μεγαλώσω, vito βιάζομαι, βιάζομαι αρχαία, βιάζομαι αρχικοί χρόνοι, ονειροκριτης βιάζομαι, βιάζομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, βιάζομαι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βερνικώνω στα πολωνικά - werniks, pokost, lakier, zatuszować, pokostować, politura, glazura, ...
  • βηματίζω στα πολωνικά - środek, krok, iść, stąpać, schodek, poziom, przekraczać, ...
  • βιαιοπραγία στα πολωνικά - napad, napaść, poturbować, natarcie, padać, napadać, ofensywa, ...
  • βιασμός στα πολωνικά - zniewolenie, rzepa, gwałt, zgwałcić, zgwałcenie, rzepak, uwodzić, ...
Τυχαίες λέξεις
Βιάζομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: pospieszyć, przyspieszać, spieszyć, pośpiech, ponaglać, podgonić, pośpieszyć, śpieszyć, pospieszać, pośpieszać, pędzić, śpieszyć się, gwałt, pospiesz