Płeć στα ελληνικά
Μετάφραση: płeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεξ, γένος, φύλο, έρωτας, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
Μεταφράσεις
- awantura στα ελληνικά - διαπληκτίζομαι, κωπηλατώ, σειρά, ταραχή, καυγαδίζω, καυγάς, συμπλοκή, ...
- baleron στα ελληνικά - ζαμπόν, τάβλι, χοιρομέρι, Gammon, παιχνίδι διπλό, παίρνεται διπλό
- czworościenny στα ελληνικά - τετράεδρος, τετραεδρικής, τετραεδρική, τετραεδρικό, τετραεδρικού
- hybryd στα ελληνικά - υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδικού
Τυχαίες λέξεις
Płeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεξ, γένος, φύλο, έρωτας, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
Μεταφράσεις: σεξ, γένος, φύλο, έρωτας, φύλου, το φύλο, σεξουαλική