Pełnoetatowy στα ελληνικά

Μετάφραση: pełnoetatowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμάτος, ολικός, μεστός, πλήρης, πλήρους απασχόλησης, με πλήρες ωράριο, πλήρη απασχόληση, πλήρους, πλήρες ωράριο
Pełnoetatowy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dźwiękowy στα ελληνικά - ηχητικός, γερός, ήχος, φωνή, ακουστικός, υγιής, χρηστή, ...
  • etyk στα ελληνικά - ηθική, Ηθικιστές, ειδικό σε θέματα ηθικής
  • fosforanowy στα ελληνικά - φωσφορικό άλας, Φωσφορικό, φωσφορικών, Phosphate, Φωσφορικού
  • groszowy στα ελληνικά - φτηνός
Τυχαίες λέξεις
Pełnoetatowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμάτος, ολικός, μεστός, πλήρης, πλήρους απασχόλησης, με πλήρες ωράριο, πλήρη απασχόληση, πλήρους, πλήρες ωράριο