Podejrzewać στα ελληνικά
Μετάφραση: podejrzewać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποπτεύομαι, δυσπιστία, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ateistyczny στα ελληνικά - άθεος, αθεϊστική, αθεϊστικές, αθεϊστικών, αθεϊστικό
- atestacja στα ελληνικά - κατάθεση, μαρτυρία, βεβαίωση, βεβαίωσης, βεβαιώσεως, βεβαίωση που, πιστοποίησης
- filmowanie στα ελληνικά - κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση, γυρισμάτων, μαγνητοσκόπησης, κινηματογράφησης
- harmonizować στα ελληνικά - εναρμονίζω, εναρμόνιση, την εναρμόνιση, εναρμονίσει, εναρμόνιση των, εναρμονιστούν
Τυχαίες λέξεις
Podejrzewać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποπτεύομαι, δυσπιστία, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Μεταφράσεις: υποπτεύομαι, δυσπιστία, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων