Podpierać στα ελληνικά
Μετάφραση: podpierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλάτη, βοήθεια, σχάρα, υποστηρίζω, υποφέρω, ακτή, ράφι, γεννώ, υποστήριγμα, μέγγενη, βασανιστήριο, συμπαράσταση, στήριγμα, ενισχύω, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brukowanie στα ελληνικά - λιθόστρωση, πεζοδρόμιο, οδοστρωσίας, πλακοστρώσεις, πλακόστρωση
- dyniasty στα ελληνικά - βολβώδης, βολβώδους, βολβώδη, βολβοειδές, βολβοειδή
- eksportować στα ελληνικά - εξάγω, εξαγωγή, εξαγωγής, την εξαγωγή, εξαγωγών, εξαγωγές
- gospodarka στα ελληνικά - οικονομολογία, οικονομική, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
Τυχαίες λέξεις
Podpierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλάτη, βοήθεια, σχάρα, υποστηρίζω, υποφέρω, ακτή, ράφι, γεννώ, υποστήριγμα, μέγγενη, βασανιστήριο, συμπαράσταση, στήριγμα, ενισχύω, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Μεταφράσεις: πλάτη, βοήθεια, σχάρα, υποστηρίζω, υποφέρω, ακτή, ράφι, γεννώ, υποστήριγμα, μέγγενη, βασανιστήριο, συμπαράσταση, στήριγμα, ενισχύω, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη