Βασανιστήριο στα πολωνικά

Μετάφραση: βασανιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stojak, podpierać, torturować, zębatka, wieszak, półka, statyw, wyciągać, tortura, torturowanie, męka, tortury
Βασανιστήριο στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασανιστήριο

βασανιστήριο λεξικό γλώσσας πολωνικά, βασανιστήριο στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βασανιζόμενος στα πολωνικά - chory, vasanizomenos
  • βασανισμός στα πολωνικά - torturować, męczyć, katować, męczarnia, pomęczyć, torturowanie, katusza, ...
  • βασικός στα πολωνικά - składowy, włókno, skład, skobel, podstawowy, klamra, zszywka, ...
  • βασιλεία στα πολωνικά - władać, królować, rządzić, władza, panować, władanie, panowanie, ...
Τυχαίες λέξεις
Βασανιστήριο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: stojak, podpierać, torturować, zębatka, wieszak, półka, statyw, wyciągać, tortura, torturowanie, męka, tortury