Pogrubiać στα ελληνικά
Μετάφραση: pogrubiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνώνω, πήζω, δένω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blankiet στα ελληνικά - γλιστρώ, λευκός, δελτίο, ολίσθημα, παραδρομή, κενό, άγραφτος, ...
- dominacja στα ελληνικά - κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
- dydaktyka στα ελληνικά - διδακτική, διδακτικής, τη διδακτική, διδακτική της, της διδακτικής
- hol στα ελληνικά - ρυμουλκώ, σκοινί, διαστρεβλώνω, λόμπι, στουπί, προθάλαμος, σαλόνι, ...
Τυχαίες λέξεις
Pogrubiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνώνω, πήζω, δένω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Μεταφράσεις: πυκνώνω, πήζω, δένω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει