Pojedynkować στα ελληνικά

Μετάφραση: pojedynkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονομαχία, αραιώσει, αραιώσουν, αραιώνουν, λεπτό έξω, λεπτό από
Pojedynkować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • behawioralny στα ελληνικά - συμπεριφοράς, συμπεριφορικές, συμπεριφορική, της συμπεριφοράς, συμπεριφορικών
  • bezpłodny στα ελληνικά - στείρος, άγονος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα
  • damka στα ελληνικά - ρήγας, βασιλιάς
Τυχαίες λέξεις
Pojedynkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονομαχία, αραιώσει, αραιώσουν, αραιώνουν, λεπτό έξω, λεπτό από