Pokapować στα ελληνικά
Μετάφραση: pokapować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλαδάκι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alarmować στα ελληνικά - τρομάζω, άγρυπνος, συναγερμός, προειδοποιώ, συναγερμού, συναγερμό, συναγερμών, ...
- dziecina στα ελληνικά - μωρό, μωρού, το μωρό, μωρών, του μωρού
- eolit στα ελληνικά - eolith
- hałasowanie στα ελληνικά - θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, το θόρυβο
Τυχαίες λέξεις
Pokapować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλαδάκι
Μεταφράσεις: κλαδάκι