Pomocnik στα ελληνικά
Μετάφραση: pomocnik, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπληρωτής, συμπλήρωμα, θυγατρική, βοηθός, ακόλουθος, παλαβός, ύπαρχος, υποβοηθητικός, βοήθημα, επικουρία, επικουρικός, φιλαράκος, ζευγαρώνω, βοηθώ, βοήθεια, ταίρι, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akcyza στα ελληνικά - ειδικούς φόρους κατανάλωσης, των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ειδικών φόρων κατανάλωσης, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ειδικού φόρου κατανάλωσης
- aleja στα ελληνικά - σοκάκι, πάροδος, δρόμος, οδός, λωρίδα, δρομάκι, λεωφόρος, ...
- bezpłatnie στα ελληνικά - δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
- czwórnik στα ελληνικά - -way
Τυχαίες λέξεις
Pomocnik στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπληρωτής, συμπλήρωμα, θυγατρική, βοηθός, ακόλουθος, παλαβός, ύπαρχος, υποβοηθητικός, βοήθημα, επικουρία, επικουρικός, φιλαράκος, ζευγαρώνω, βοηθώ, βοήθεια, ταίρι, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
Μεταφράσεις: αναπληρωτής, συμπλήρωμα, θυγατρική, βοηθός, ακόλουθος, παλαβός, ύπαρχος, υποβοηθητικός, βοήθημα, επικουρία, επικουρικός, φιλαράκος, ζευγαρώνω, βοηθώ, βοήθεια, ταίρι, βοηθό, βοηθού, βοηθοί