Posiąść στα ελληνικά
Μετάφραση: posiąść, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, κατέχω, αποκτώ, έχουν, κατέχουν, διαθέτουν, διαθέτει, κατέχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biuro στα ελληνικά - πρακτορείο, γραφείο, θώκος, υπηρεσία, Office, γραφείου, γραφείων, ...
- biustonosz στα ελληνικά - σουτιέν, στηθόδεσμο, στηθοδέσμων, bra, το σουτιέν
- chylenie στα ελληνικά - κλίση, πλαγιά, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
- flejtuchowaty στα ελληνικά - βρωμερός, sluttish
Τυχαίες λέξεις
Posiąść στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, κατέχω, αποκτώ, έχουν, κατέχουν, διαθέτουν, διαθέτει, κατέχει
Μεταφράσεις: έχω, κατέχω, αποκτώ, έχουν, κατέχουν, διαθέτουν, διαθέτει, κατέχει