Potrwać στα ελληνικά
Μετάφραση: potrwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορά, ώρα, χρόνος, καιρός, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Μεταφράσεις
- asortyment στα ελληνικά - διακυμαίνομαι, φάσμα, εμβέλεια, συλλογή, ποικιλία, κατάταξη, γκάμα, ...
- autarchia στα ελληνικά - απολυταρχία, αυταρχισμό, αυταρχισμού, αυταρχισμός, ο αυταρχισμός
- hektolitr στα ελληνικά - εκατόλιτρο, εκατόλιτρο αλκοόλης, hl αλκοόλης
- hrabiostwo στα ελληνικά - κομητεία, earldom
Τυχαίες λέξεις
Potrwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορά, ώρα, χρόνος, καιρός, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Μεταφράσεις: φορά, ώρα, χρόνος, καιρός, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο