Potrzebować στα ελληνικά
Μετάφραση: potrzebować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναζητώ, προσταγή, ανάγκη, θέλω, παραγγέλλω, ψάχνω, απαιτώ, εντολή, χρειάζομαι, έλλειψη, παραγγελία, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blagować στα ελληνικά - ευθύς, ντόμπρος, μπλόφα, καύχημα, επαίρεται, καυχώνται, καυχηθεί, ...
- drwić στα ελληνικά - περιγελώ, λοιδορώ, λοιδορία, σκώμμα, χλευασμός, ειρωνεία, χλευάζω, ...
- intratny στα ελληνικά - καλοπληρωμένη δουλειά, καλοπληρωμένη, άνετος, άνετος τρόπο, καλοφτιαγμένα
- inwestowanie στα ελληνικά - επένδυση, επενδύοντας, επενδύουν, επενδυτικού, επενδυτικό
Τυχαίες λέξεις
Potrzebować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναζητώ, προσταγή, ανάγκη, θέλω, παραγγέλλω, ψάχνω, απαιτώ, εντολή, χρειάζομαι, έλλειψη, παραγγελία, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε
Μεταφράσεις: αναζητώ, προσταγή, ανάγκη, θέλω, παραγγέλλω, ψάχνω, απαιτώ, εντολή, χρειάζομαι, έλλειψη, παραγγελία, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε