Powątpiewać στα ελληνικά

Μετάφραση: powątpiewać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφιβολία, αμφιβάλλω, υποπτεύομαι, αμφισβητώ, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση
Powątpiewać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezkrólewie στα ελληνικά - μεσοβασιλεία, διάλειμμα, μεσοδιάστημα, μεσοβασιλείας, μεσοδιαστήματος
  • bezproduktywny στα ελληνικά - μη παραγωγικός, μη παραγωγικών, αντιπαραγωγική, μη παραγωγικές, μη παραγωγική
  • gogle στα ελληνικά - γυαλιά, Goggles, Προστατευτικά γυαλιά, Γυαλάκια, του Goggles
  • igraszka στα ελληνικά - ευθυμία, διασκέδαση, τρέλες, πραγματάκι, σαχλαμάρα, μικροπράγμα, μικροπράγματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Powątpiewać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφιβολία, αμφιβάλλω, υποπτεύομαι, αμφισβητώ, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση