Αμφιβάλλω στα πολωνικά
Μετάφραση: αμφιβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wątpić, zwątpić, zwątpienie, powątpiewać, niepewność, powątpiewanie, wątpliwość, wątpliwości, wątpienia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιβάλλω
αμφιβάλλω συνωνυμο, αμφιβάλλω αόριστος, αμφιβάλλω άρα υπάρχω, αμφιβάλλω κλιση, αμφιβάλλω προστακτική, αμφιβάλλω λεξικό γλώσσας πολωνικά, αμφιβάλλω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αμφίβολος στα πολωνικά - wątpliwy, niepewny, niepewna, niepewni, wątpliwe
- αμφίεση στα πολωνικά - ozdoba, ubrać, ustrajać, stroić, ubiór, ubierać, przebranie, ...
- αμφιβολία στα πολωνικά - wątpić, niepewność, zwątpić, zwątpienie, powątpiewanie, wątpliwość, powątpiewać, ...
- αμφιθέατρο στα πολωνικά - amfiteatr, amfiteatru, amphitheater, amphitheatre
Τυχαίες λέξεις
Αμφιβάλλω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wątpić, zwątpić, zwątpienie, powątpiewać, niepewność, powątpiewanie, wątpliwość, wątpliwości, wątpienia
Μεταφράσεις: wątpić, zwątpić, zwątpienie, powątpiewać, niepewność, powątpiewanie, wątpliwość, wątpliwości, wątpienia