Precyzować στα ελληνικά
Μετάφραση: precyzować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντοπίζω, καθορίζω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archeologiczny στα ελληνικά - αρχαιολογικός, αρχαιολογικό, αρχαιολογικά, αρχαιολογικούς, αρχαιολογικών
- bezzwłoczny στα ελληνικά - υποκινώ, γοργός, ωθώ, γρήγορος, άμεσος, άμεση, άμεσο, ...
- inwestowanie στα ελληνικά - επένδυση, επενδύοντας, επενδύουν, επενδυτικού, επενδυτικό
Τυχαίες λέξεις
Precyzować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντοπίζω, καθορίζω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει
Μεταφράσεις: εντοπίζω, καθορίζω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει