Przeżycie στα ελληνικά
Μετάφραση: przeżycie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρία, δοκιμασία, επιβίωση, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Μεταφράσεις
- adapter στα ελληνικά - προσαρμογέας, προσαρμογέα, μετασχηματιστή, του προσαρμογέα, προσαρμοστή
- apretować στα ελληνικά - τέλος, τερματισμός, τελειώνω, περατώνω
- gen στα ελληνικά - γονίδιο, γονιδίου, γονίδιο που, γονιδιακή, γονιδιακής
- gwałcić στα ελληνικά - κράμβη, παραβαίνω, παραβιάζω, αθετώ, βιασμός, βιασμού, βιασμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Przeżycie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρία, δοκιμασία, επιβίωση, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Μεταφράσεις: εμπειρία, δοκιμασία, επιβίωση, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών