Przeciwstawić στα ελληνικά
Μετάφραση: przeciwstawić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυρίδα, αψηφώ, αντιστέκομαι, μετρητής, μετρητή, αντίθεση, αντίθετη, απαριθμητή
Μεταφράσεις
- aplikantura στα ελληνικά - μαθητεία, μαθητείας, της μαθητείας, τη μαθητεία, αθητείας
- damski στα ελληνικά - κυρίες, αγαπητοί, αξιότιμοι, κύριοι, αξιότιμοι κυρίες
- doświadczać στα ελληνικά - εκδικάζω, πείραμα, εμπειρία, νιώθω, υφή, δοκιμάζω, αισθάνομαι, ...
- dramatopisarstwo στα ελληνικά - δραματουργία, δραματουργίας, δραματουργική, δραματολογίου
Τυχαίες λέξεις
Przeciwstawić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυρίδα, αψηφώ, αντιστέκομαι, μετρητής, μετρητή, αντίθεση, αντίθετη, απαριθμητή
Μεταφράσεις: θυρίδα, αψηφώ, αντιστέκομαι, μετρητής, μετρητή, αντίθεση, αντίθετη, απαριθμητή