Przekopywać στα ελληνικά
Μετάφραση: przekopywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπή, κόψιμο, σκάβω, κόβω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Μεταφράσεις
- brzdąc στα ελληνικά - μικρό παιδί, νήπιο, το μικρό παιδί, το παιδί, Toddler
- cynik στα ελληνικά - κυνικός, κυνικού, κυνική, κυνικό, κυνικοί
- demagogia στα ελληνικά - δημαγωγία, δημαγωγίας, τη δημαγωγία, της δημαγωγίας
- gajówka στα ελληνικά - ωδικό πτηνό, ωδικό, warbler, συλβία, ειδικού πτηνού
Τυχαίες λέξεις
Przekopywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπή, κόψιμο, σκάβω, κόβω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Μεταφράσεις: κοπή, κόψιμο, σκάβω, κόβω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει