Przerażenie στα ελληνικά
Μετάφραση: przerażenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρόμος, κατατρομάζω, άγχος, ανησυχία, φρίκη, τρόμου, φρίκης, τρόμο, τη φρίκη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezdomność στα ελληνικά - το πρόβλημα των αστέγων, του προβλήματος των αστέγων, της έλλειψης στέγης, την έλλειψη στέγης, το φαινόμενο των αστέγων
- bombardier στα ελληνικά - βομβαρδιστής, Bombardier, η Bombardier, βομβαρδιστικό, βομβαρδιστή
- gangrenować στα ελληνικά - γάγγραινα, γάγγραινας, τη γάγγραινα, η γάγγραινα
- guano στα ελληνικά - γκουανό, το γκουανό, γουανό
Τυχαίες λέξεις
Przerażenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρόμος, κατατρομάζω, άγχος, ανησυχία, φρίκη, τρόμου, φρίκης, τρόμο, τη φρίκη
Μεταφράσεις: τρόμος, κατατρομάζω, άγχος, ανησυχία, φρίκη, τρόμου, φρίκης, τρόμο, τη φρίκη