Przestraszyć στα ελληνικά

Μετάφραση: przestraszyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρομάζω, φοβίζω, εκφοβίζω, φόβος, τρομάξει, τρόμου, εκφοβισμού, πανικό
Przestraszyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asygnowanie στα ελληνικά - σφετερισμός, κατανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
  • beczenie στα ελληνικά - βελάζω, γκρίνια, moaning, γκρίνιες, στενάζοντας, βογκητό
  • chórowy στα ελληνικά - χορωδιακός, της χορωδίας, χορωδίας
  • ewangeliczny στα ελληνικά - ευαγγελικός, ευαγγελική, ευαγγελικό, ευαγγελικής, ευαγγελικές
Τυχαίες λέξεις
Przestraszyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρομάζω, φοβίζω, εκφοβίζω, φόβος, τρομάξει, τρόμου, εκφοβισμού, πανικό