Przesuwać στα ελληνικά
Μετάφραση: przesuwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κινώ, αναστέλλω, μετακινώ, μετακομίζω, κίνηση, σαλεύω, μετατοπίζω, αλλάζω, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, κινούνται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ażurek στα ελληνικά - hemstitch
- baleron στα ελληνικά - ζαμπόν, τάβλι, χοιρομέρι, Gammon, παιχνίδι διπλό, παίρνεται διπλό
- demonizować στα ελληνικά - δαιμονοποιούμε, δαιμονοποιούν, δαιμονοποίησης, δαιμονοποιήσουν, δαιμονοποιήσει
- inicjator στα ελληνικά - εφευρέτης, εκκινητή, εμπνευστής, ενάρξεως, εκκινητής, εναρκτήρα
Τυχαίες λέξεις
Przesuwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κινώ, αναστέλλω, μετακινώ, μετακομίζω, κίνηση, σαλεύω, μετατοπίζω, αλλάζω, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, κινούνται
Μεταφράσεις: κινώ, αναστέλλω, μετακινώ, μετακομίζω, κίνηση, σαλεύω, μετατοπίζω, αλλάζω, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, κινούνται