Przeszkadzać στα ελληνικά
Μετάφραση: przeszkadzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτρέπω, παρακωλύω, κωλυσιεργώ, αποσπώ, διασπώ, ενοχλούμαι, προλαβαίνω, δυσχεραίνω, παρενοχλώ, καταστρέφω, σκοτίζομαι, εμποδίζω, ενοχλώ, κόπος, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chronologiczny στα ελληνικά - χρονολογικός, χρονολογικές, χρονολογική
- futrzany στα ελληνικά - γούνινος, γούνινο, γούνινα, τριχωτή, γούνινη
- głuchoniemy στα ελληνικά - κωφάλαλος, κωφάλαλο, κωφαλάλων, κωφάλαλα, κωφάλαλης
- ignorancja στα ελληνικά - άγνοια, αμάθεια, αθωότητα, άγνοιας, την άγνοια, η άγνοια, άγνοιά
Τυχαίες λέξεις
Przeszkadzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτρέπω, παρακωλύω, κωλυσιεργώ, αποσπώ, διασπώ, ενοχλούμαι, προλαβαίνω, δυσχεραίνω, παρενοχλώ, καταστρέφω, σκοτίζομαι, εμποδίζω, ενοχλώ, κόπος, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί
Μεταφράσεις: αποτρέπω, παρακωλύω, κωλυσιεργώ, αποσπώ, διασπώ, ενοχλούμαι, προλαβαίνω, δυσχεραίνω, παρενοχλώ, καταστρέφω, σκοτίζομαι, εμποδίζω, ενοχλώ, κόπος, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί