Przeszkadzanie στα ελληνικά
Μετάφραση: przeszkadzanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπόδιο, στένωση, ενοχλώ, παρακώλυση, σκοτίζομαι, κόπος, ενοχλούμαι, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aptekarz στα ελληνικά - φαρμακοποιός, χημικός, αποθηκάριος, αποθηκάριο, φαρμακοποιού, apothecary
- deblowy στα ελληνικά - σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, δίκλινα, διπλασιάζεται, διπλά, διπλασιάζει, ...
- fircykowatość στα ελληνικά - sparkishness
- gąbczastość στα ελληνικά - σπογγώδες, σπογγώδη υφή, υποχωρεί ελαστικά, μια σπογγώδης, σχετική σπογγώδη
Τυχαίες λέξεις
Przeszkadzanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπόδιο, στένωση, ενοχλώ, παρακώλυση, σκοτίζομαι, κόπος, ενοχλούμαι, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης
Μεταφράσεις: εμπόδιο, στένωση, ενοχλώ, παρακώλυση, σκοτίζομαι, κόπος, ενοχλούμαι, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης