Przezwyciężyć στα ελληνικά
Μετάφραση: przezwyciężyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προειδοποιώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ, νικημένος, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bak στα ελληνικά - δεξαμενή, δεξαμενής, δοχείο, ρεζερβουάρ, δοχείου
- elektroujemny στα ελληνικά - ηλεκτροαρνητικός, ηλεκτροαρνητικού, ηλεκτραρνητικών, ηλεκτροαρνητική, ηλεκτροαρνητικό
- eratyczny στα ελληνικά - ασταθής, ακανόνιστη, ασταθείς, ακανόνιστες, ασταθή
- grzecznościowy στα ελληνικά - αποπνιχτικός, κοντά, πνιγηρός, κολλητός, φιλοφρονητικός, ευγενικός, ευγενικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Przezwyciężyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προειδοποιώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ, νικημένος, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει
Μεταφράσεις: προειδοποιώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ, νικημένος, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει