Przymierać στα ελληνικά

Μετάφραση: przymierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάνομαι, λιμοκτονώ, πεινώ, καταστρέφομαι, χαθεί, χαθούν, χάνονται, απολεσθή
Przymierać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apetyczny στα ελληνικά - γευστικός, ορεκτικός, ελκυστικός, ορεκτική, ορεκτικό, ορεκτικά, νόστιμο
  • autarchia στα ελληνικά - απολυταρχία, αυταρχισμό, αυταρχισμού, αυταρχισμός, ο αυταρχισμός
  • ażurować στα ελληνικά - ροζ, παλουκώνω, ανασκολοπίζω, διατρυπώ, σουβλιστείς, ανασκολοπίσει
  • cuchnąć στα ελληνικά - βρομιά, βρομώ, βρόμα, βρώμα, δυσωδία, βρωμάει, βρωμούσα του, ...
Τυχαίες λέξεις
Przymierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάνομαι, λιμοκτονώ, πεινώ, καταστρέφομαι, χαθεί, χαθούν, χάνονται, απολεσθή