Przynieść στα ελληνικά

Μετάφραση: przynieść, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγή, ωφελώ, όφελος, σοδειά, χρησιμεύω, φέρνω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
Przynieść στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • darować στα ελληνικά - παραδίνω, δώρο, παρουσιάζω, συγχώρηση, απαλλάσσω, συγχωρώ, παρών, ...
  • egzaltować στα ελληνικά - εξυψώ, εκθειάζω, Exalt, εξυψώνουν, εξυψώνω
  • ekspatriować στα ελληνικά - εκπατρισμένος, εκπατρισμένο, εκπατρισμένων, αποδήμων, εκπατρισμένους
Τυχαίες λέξεις
Przynieść στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγή, ωφελώ, όφελος, σοδειά, χρησιμεύω, φέρνω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν