Ωφελώ στα πολωνικά

Μετάφραση: ωφελώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przynieść, pożytek, korzyść, pomagać, przynosić, ofelo
Ωφελώ στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωφελώ

ωφελώ λεξικό, ωφελώ βικιλεξικο, ωφελώ παραγωγα, ωφελώ οφείλω, ωφελώ προτασεις, ωφελώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, ωφελώ στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ωφέλεια στα πολωνικά - zyskać, korzyść, zysk, pożytek, skorzystać, dobrodziejstwo, dochód, ...
  • ωφέλιμος στα πολωνικά - dobroczynny, pożyteczny, zbawienny, korzystny, przydatny, użyteczny, przydatne, ...
  • ωχρός στα πολωνικά - blady, jesionowy, ziemisty, popielaty, iwa, żółtawy, sallow, ...
  • όαση στα πολωνικά - oaza, oazą, oasis, oazy, oazę
Τυχαίες λέξεις
Ωφελώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przynieść, pożytek, korzyść, pomagać, przynosić, ofelo