Przywiązać στα ελληνικά

Μετάφραση: przywiązać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεδικλώνω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, δένω, γραβάτα, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός
Przywiązać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dawkomierz στα ελληνικά - δοσίμετρο, δοσομετρητής, τοποθέτηση δοσιμέτρων, δοσιμέτρου, δοσίμετρο που
  • domatorski στα ελληνικά - σπίτι, Αρχική, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι
  • dynamicznie στα ελληνικά - δυναμικά, δυναμική, δυναμικό, με δυναμικό, δυναμικό τρόπο
  • fantastyka στα ελληνικά - φαντασία, φανταστικός, φανταστικό, φανταστική, καταπληκτικό, φανταστικές
Τυχαίες λέξεις
Przywiązać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεδικλώνω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, δένω, γραβάτα, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός