Przyzwyczajać στα ελληνικά

Μετάφραση: przyzwyczajać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσαρμόζω, ρυθμίζω, εξοικειώνομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω, εγκλιματίζομαι, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Przyzwyczajać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chrystianizm στα ελληνικά - χριστιανισμός, Χριστιανισμού, Χριστιανισμό, ο Χριστιανισμός, τον Χριστιανισμό
  • cylinder στα ελληνικά - κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, κυλίνδρων, του κυλίνδρου
  • cytat στα ελληνικά - παράθεση, μνημονεύω, παραθέτω, καθορίζω, χωρίο, παραπομπή, παραπομπή που, ...
  • gruntownie στα ελληνικά - βαριά, σοβαρά, πλήρως, τελείως, καλά, προσεκτικά, επιμελώς
Τυχαίες λέξεις
Przyzwyczajać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσαρμόζω, ρυθμίζω, εξοικειώνομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω, εγκλιματίζομαι, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν