Rabować στα ελληνικά
Μετάφραση: rabować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κράμβη, ξεγυμνώνω, λεηλατώ, βιασμός, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arytmometr στα ελληνικά - κομπιουτεράκι, arithmometer
- bzdurny στα ελληνικά - ανόητος, ευαίσθητος, mushy, πολτώδης, χυλώδη, χυλώδους
- błaznowanie στα ελληνικά - καραγκιοζιλίκια, κλόουν, clowning
- czatownik στα ελληνικά - ρολόι, βλέπω, παρακολουθώ, φρουρά, ambusher
Τυχαίες λέξεις
Rabować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κράμβη, ξεγυμνώνω, λεηλατώ, βιασμός, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
Μεταφράσεις: κράμβη, ξεγυμνώνω, λεηλατώ, βιασμός, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob