Racjonować στα ελληνικά

Μετάφραση: racjonować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μερίδα, κατανέμω, σιτηρέσιο, αναλογία, σιτηρεσίου, τροφή
Racjonować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bekhend στα ελληνικά - backhand, ρεβέρ, το backhand, backhand του, πίσω χέρι
  • biegłość στα ελληνικά - ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, φιλοτεχνία, επάρκειας, ικανότητας, επάρκεια, ...
  • ekstyrpator στα ελληνικά - εκριζωτής
  • impresjonizm στα ελληνικά - ιμπρεσιονισμός, ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσιονισμού, τον ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσσιονισμό
Τυχαίες λέξεις
Racjonować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μερίδα, κατανέμω, σιτηρέσιο, αναλογία, σιτηρεσίου, τροφή