Ratyfikować στα ελληνικά

Μετάφραση: ratyfikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρώνω, επικυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Ratyfikować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ciśnięcie στα ελληνικά - πίεση, Τύπου, Τύπο, πατήστε, πιέστε, πατήστε το
  • czynsz στα ελληνικά - ενοικιάζω, ενοικίαση, ενοίκιο, νοίκι, μίσθωμα, ενοικίου, μισθώματος
  • dziko στα ελληνικά - άγρια, άγριος, άγριων, άγριου, άγριας
  • episkopat στα ελληνικά - επισκοπή, επίσκοποι, επισκοπεία, episcopate, επισκοπής
Τυχαίες λέξεις
Ratyfikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρώνω, επικυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει