Rekontrować στα ελληνικά
Μετάφραση: rekontrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλασιάσουν, διπλασιάσουμε, εντείνουν τις, διπλασιάσουν τις, διπλασιάσει τις
Μεταφράσεις
- bosonogi στα ελληνικά - ξυπόλυτος, ξυπόλητοι, ξυπόλυτοι, γυμνά, γυμνά πόδια
- fakturować στα ελληνικά - τιμολόγιο, τιμολογίου, τιμολόγιο που, του τιμολογίου, τιμολογίου που
- hop στα ελληνικά - άνω, πάνω, πήδημα, λυκίσκος, λυκίσκου, χοπ
- ingerencja στα ελληνικά - διαπλοκή, παρεμβολή, μεσολάβηση, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
Τυχαίες λέξεις
Rekontrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλασιάσουν, διπλασιάσουμε, εντείνουν τις, διπλασιάσουν τις, διπλασιάσει τις
Μεταφράσεις: σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλασιάσουν, διπλασιάσουμε, εντείνουν τις, διπλασιάσουν τις, διπλασιάσει τις