Rozedrzeć στα ελληνικά
Μετάφραση: rozedrzeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάκρυ, σχίζω, σκίζω, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- awanturować στα ελληνικά - θρασύδειλος, νταής, συμπλέκομαι, λογομαχία, καυγάς, από λογομαχία, λογομαχώ, ...
- bezpaństwowiec στα ελληνικά - πρόσωπο, άτομο, άνθρωπος, Απάτριδες, Οι ανιθαγενείς, Οι απάτριδες, Ανιθαγενών, ...
- gwardian στα ελληνικά - κηδεμόνας, φύλακας, Guardian, φύλακα, Κηδεμόνα
- immunizacja στα ελληνικά - ανοσοποίηση, ανοσοποίησης, την ανοσοποίηση, εμβολιασμού, ανοσοποιήσεως
Τυχαίες λέξεις
Rozedrzeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάκρυ, σχίζω, σκίζω, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Μεταφράσεις: δάκρυ, σχίζω, σκίζω, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί